ὠμιαία

ὠμιαία
ὠμιαία φλέψ, the
A humero-cephalic vein, Gal.18(1).386, al.
II neut. pl. [full] ὠμιαῖα, νεῦρα shoulder-muscles, Arist.HA515b10, cf. Hld. 10.27.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ωμιαίος — α, ο / ὠμιαῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ώμο, που βρίσκεται στον ώμο, ωμικός νεοελλ. φρ. «ωμιαία ζώνη» ανατ. η ωμική ζώνη αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὠμιαία πιθ. ο δελτοειδής μυς 2. φρ. «ὠμιαία φλέψ» η κεφαλική φλέβα τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”